- αγριόψυχος
- -η, -οάνθρωπος με άγρια, θηριώδη ψυχή: Άλλον τέτοιο αγριόψυχο άνθρωπο δεν είχε ξανασυναντήσει στη ζωή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριόψυχος — η, ο αυτός που έχει άγρια ψυχή, ωμός, θηριώδης, μοχθηρός, κακός, απάνθρωπος … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek